Νεφθαλὶ στέλεχος ἀνειμένον, ἐπιδιδοὺς ἐν τῷ γεννήματι κάλλος.
Nephthali is a spreading stem, conferring beauty on the produce.
נפתלי אילה שׁלחה הנתן אמרי־שׁפר׃
* Νεφθαλὶ | Νεφθαλεί
* γεννήματι | γενήματι
* conferring OR bestowing
* produce OR fruit OR offspring